- ινοθώρακας
- ὁιατρ. το αποτέλεσμα τής οργανώσεως μιας συλλογής υγρού στην κοιλότητα τού υπεζωκότα υπό μορφή στερεού συνδετικού ιστού.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrothorax < fibro- < fiber «ίνα» + thorax (πρβλ. θώραξ)].
Dictionary of Greek. 2013.